Μείζον θέμα επικαιρότητας έχει καταστεί τις τελευταίες ημέρες η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων που βρίσκονται σε καταθετικούς λογαριασμούς πάσης φύσεως στις ελληνικές Τράπεζες.
Ωστόσο, τι σημαίνει αυτό οικονομικά και τι νομικά; Ποια είναι τα αίτια και γιατί επιβλήθηκε; Είναι συμβατό με το Εθνικό Δίκαιο και το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Με το παρόν άρθρο γίνεται προσπάθεια να εξηγηθεί με όσο το δυνατόν πιο απλά λόγια και χωρίς βαριά ορολογία το ανωτέρω ζήτημα που, εκ των πραγμάτων, έχει τις τελευταίες ημέρες γίνει αντικείμενο της καθημερινότητας των πολιτών που διατηρούν καταθέσεις σε ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα.
Ως περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων ή capital controls ορίζεται η νομοθετική ή de facto πρακτική με την οποία παρεμποδίζεται η ομαλή και ανεμπόδιστη κίνηση των κεφαλαίων που έχουν κατατεθεί σε λογαριασμούς που τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα ή συναφή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να επιχειρηθεί η αποτροπή του επικείμενου κινδύνου απόλυτου εξανεμισμού της κεφαλαιακής ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Νομοθετικά επιβλήθηκε με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’65/28.6.2015) με τον τίτλο «Τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας», πλην της ολιγοήμερης, μέχρι νεοτέρας, αργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και ο περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων, θέτοντας κάποια συγκεκριμένα όρια, όπως αυτά ειδικότερα περιγράφονται στην ανωτέρω.
Οι αιτίες για την επιβολή των ανωτέρω περιορισμών είναι κυρίως δύο:
πρώτον, η έλλειψη ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων λόγω της περιορισμένης τροφοδότησής τους με ρευστό από το «τελευταίο καταφύγιο» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα πλαίσια του Ευρωσυστήματος και
δεύτερον ο «τραπεζικός πανικός» («bank run») που αντικειμενικά διογκώθηκε, αν όχι δημιουργήθηκε το βράδυ της Παρασκευής, 26 Ιουνίου.
Μάλιστα, η παράλληλη συνύπαρξη των ανωτέρω δύο αιτιών πολλαπλασίασε το πρόβλημα, καθώς η καθεμία από τις ανωτέρω αιτίες εκ των πραγμάτων διογκώνει τις επιπτώσεις της άλλης, δημιουργώντας έναν οξύ φαύλο κύκλο.
Έτσι, η εκδήλωση «τραπεζικού πανικού» στους καταθέτες κυρίως από το βράδυ της Παρασκευής 26 Ιουνίου λόγω των πολιτικών εξελίξεων και πριν ακόμα επιβληθούν νομοθετικά τα capital controls τους έκανε να σπεύσουν άμεσα, ακόμα και μέσα στο σαββατοκύριακο, να προβούν σε αναλήψεις μετρητών, στις περισσότερες περιπτώσεις στο μέγιστο δυνατό του ορίου που μπορούσαν, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την έλλειψη πραγματικής ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Παράλληλα, όταν οι καταθέτες διαπιστώνουν την επιδείνωση της έλλειψης ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ο πανικός τους οξύνεται περαιτέρω και, ως συνέπεια αυτού, σπεύδουν ακόμα πιο αθρόα να αντλήσουν κεφάλαια στον μέγιστο δυνατό βαθμό, στην προσπάθειά τους να διασώσουν τις καταθέσεις τους από μία επαπειλούμενη αδυναμία χρήσης τους ή και, ολική ή εν μέρει, απώλειά τους.
Με τον τρόπο αυτό όμως είναι πολύ πιθανό να εξαντλήσουν παντελώς κάθε ταμειακό διαθέσιμο πραγματικού ρευστού των πιστωτικών ιδρυμάτων, πολλώ δε μάλλον όταν η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει εξαιρετικά φειδωλή ενίσχυση της ήδη αποψιλωμένης ρευστότητας αυτών στα πλαίσια τόσο των οικονομικοπολιτικών συνθηκών όσο και του λεγόμενου «ηθικού κινδύνου» («moral hazard»), ο οποίος συνίσταται στον κίνδυνο άμετρης ανάληψης ρίσκου ή εν προκειμένω απόδοσης κεφαλαίων από τα πιστωτικά ιδρύματα, αν αυτά θεωρούν δεδομένο ότι θα καλυφθούν κεφαλαιακά από το «τελευταίο καταφύγιο», ήτοι την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «ό,τι κι αν συμβεί».
Έτσι, προκειμένου να αποτραπεί η διόγκωση των ανωτέρω αιτιών, οι οποίες θα μπορούσαν να μετενσαρκωθούν σε ομώνυμες συνέπειες και να επιχειρηθεί η διάσωση των πιστωτικών ιδρυμάτων από τον κίνδυνο οριστικής και μη αναστρέψιμης αδυναμίας ανταπόκρισής τους στην απόδοση των καταθέσεων που τηρούν, επιβάλλονται οι κατά περίπτωση ενδεδειγμένοι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls).
Στην πράξη, και με δεδομένο ότι το πρόβλημα δεν αφορά σε ένα μέρος αλλά στο σύνολο των λειτουργούντων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων, η κίνηση λογιστικού χρήματος μεταξύ των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω εμβασμάτων ή με πληρωμή μέσω πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών στις επιχειρήσεις είναι αδιάφορη, γι’ αυτό ακριβώς και δεν εμποδίστηκε με την ανωτέρω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου.
Αυτό που ήταν αναγκαίο να εμποδιστεί είναι η μαζική ανάληψη πραγματικού ρευστού, δηλαδή μετρητών, καθώς και η μεταφορά εμβασμάτων σε πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, καθώς αυτά συνεπάγονται στην ουσία άμεση απώλεια ρευστότητας για το ελληνικό τραπεζικό ίδρυμα και, πράγματι, επ’ αυτών τέθηκαν οι Περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων με βάση την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία ορίζει, ειδικότερα για τις αναλήψεις, ένα ιδιαίτερα χαμηλό ημερήσιο όριο για αυτές.
Το ανωτέρω όλως εξαιρετικό μέτρο των Περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, καίτοι αναγκαίο σε συνθήκες έκτακτης και αναπότρεπτης διαφορετικά ανάγκης για την διάσωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, εντούτοις τυγχάνει εκ των πραγμάτων ασύμβατο, υπό συνθήκες ομαλότητας, τόσο με το εθνικό όσο και με το ενωσιακό Δίκαιο, με βάση τα οποία καθιερώνεται απόλυτη ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων ως θεμελιακή αρχή ιδίως του δεύτερου.
Για την επαναφορά των πραγμάτων σε συνθήκες ομαλότητας απαιτείται η άρση των ανωτέρω περιορισμών το συντομότερο δυνατό, αφού πρώτα αντιμετωπιστούν οι αιτίες που κατέστησαν την επιβολή τους αδήριτη. Έτσι, είναι αναγκαίο να ληφθούν δραστικά μέτρα προκειμένου αφενός να καταλαγιάσει ο τραπεζικός πανικός των καταθετών και αφετέρου να αποκατασταθεί η ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.