ΟΡΙΣΜΟΣ:
Πρόκειται για μία ιδιότυπη σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ δύο προσώπων, εκ των οποίων το ένα πρόσωπο είναι τουλάχιστον (συνήθως) έμπορος και με την οποία σύμβαση συμφωνείται ότι οι απαιτήσεις και οι καταβολές που θα δημιουργηθούν από την μεταξύ τους εμπορική ή συναλλακτική σχέση θα καταχωρούνται σε έναν λογαριασμό ώστε μετά από την εκκαθάριση των χρεοπιστώσεων να δημιουργείται το κατάλοιπο και να φαίνεται ο δικαιούχος του.
Χαρακτηριστικό του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η δυνατότητα να υπάρχουν αποστολές και από τα δύο μέρη ανεξάρτητα αν αυτές θα υπάρξουν ή όχι. Ουσιαστικά η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι παρεπόμενη της σύμβασης που δημιούργησε την κύρια σχέση, μπορεί να είναι και άτυπη αρκεί να είναι σαφής η βούληση των μερών για εκατέρωθεν καταχώριση των απαιτήσεών τους.
ΕΙΔΗ:
Α. Κλιμακωτός
Β. Ειδικός
Γ. Καθολικός
Δ. Ετεροσκελής ή απλός
Ε. Αμοιβαίος
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ:
Η σύμβαση είναι διαρκής, αυτοτελής, κανονιστική, αμφοτεροβαρής και έχει περιουσιακό χαρακτήρα.
Πέρα από την δυνατότητα ύπαρξης εκατέρωθεν απαιτήσεων το βασικότερο χαρακτηριστικό της ως άνω σύμβασης είναι η έλλειψη γνώσης του αποτελέσματος, ήτοι η άγνοια του δικαιούχου του κατάλοιπου καθώς μέχρι το κλείσιμο του λογαριασμού δεν γνωρίζεις ποιος είναι ο δανειστής και ποιος ο οφειλέτης.
ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ:
Ως προς τις απαιτήσεις πρέπει να αναφερθεί ότι εισάγονται στο λογαριασμό μόνο εφόσον είναι βέβαιες, εκκαθαρισμένες και δεκτικές συμψηφιστικής εκκαθάρισης όχι απαραίτητα συμψηφισμού (δηλ. ομοειδείς). Δεν εισάγονται απαιτήσεις υπό αίρεση και μη ληξιπρόθεσμες, ούτε άκυρες ή ακυρώσιμες.
Απαιτήσεις από πιστωτικούς τίτλους μπορούν να καταχωρηθούν κατόπιν συμφωνίας αν ωστόσο οι τίτλοι δεν πληρωθούν κατά την λήξη τους μπορούν να εξαχθούν από τον λογαριασμό με αντιλογισμό να επιστραφούν στον κομιστή τους και να επιδιωχθεί η δικαστική τους επιδίωξη.
Τα βασικά χαρακτηριστικά των απαιτήσεων που εισάγονται στον αλληλόχρεο λογαριασμό είναι ότι: α) χάνουν την αυτοτέλεια τους ήτοι μετατρέπονται σε απλά λογιστικά αρχεία που εξυπηρετούν στην απόσβεση της οφειλής με τον συμψηφισμό του και β) δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση τους μεμονωμένα ούτε βέβαια η εκχώρηση ή κατάσχεσή τους.
Αυτό το οποίο μπορεί να ικανοποιηθεί και είναι απαιτητό είναι το κατάλοιπο που δημιουργείται μετά το κλείσιμο του λογαριασμού και μάλιστα το οριστικό.
Με τον όρο κατάλοιπο εννοούμε το υπόλοιπο που μένει στον λογαριασμό μετά την εκκαθάριση των χρεοπιστώσεων και το οποίο μπορεί να απαιτηθεί από εκείνον υπέρ του οποίου είναι το κατάλοιπο.
Η παραγραφή για την επιδίωξη του κατάλοιπου είναι εικοσαετής.
ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ:
Η σύμβαση λήγει όταν:
1. είναι ορισμένου χρόνου με την πάροδο του χρόνου αυτού.
2. εφόσον εξυπηρετεί την βασική σχέση των μερών παύει εφόσον λήξει η σχέση αυτή
3. με τον θάνατο ή την πτώχευση του ενός από τα δύο μέρη
4. με καταγγελία, η οποία είναι μονομερής, άτυπη και απευθυντέα και τα αποτελέσματά της επέρχονται όταν το άλλο μέρος λάβει γνώση αυτής.
5. οποτεδήποτε κατόπιν συμφωνίας των μερών
Το ως άνω κλείσιμο είναι οριστικό και από εκεί και πέρα επέρχονται και τα αποτελέσματα του λογαριασμού, ήτοι είναι δυνατή η επιδίωξη ικανοποίησης του καταλοίπου είτε αυτό αναγνωρισθεί από τον οφειλέτη είτε όχι.
Υπάρχει και το περιοδικό κλείσιμο που συμβαίνει σε τακτά χρονικά διαστήματα, όχι όμως μικρότερα των τριών μηνών, χωρίς βέβαια το κατάλοιπο που προκύπτει να μπορεί να ζητηθεί δικαστικά, αν απλώς υπάρξει αναγνώρισή του σε εκείνη την φάση περιέρχεται σαν κονδύλι στον λογαριασμό της νέα περιόδου και δεν χρειάζεται απόδειξη για την μετέπειτα επιδίωξή του.
Η αναγνώριση του καταλοίπου δημιουργεί νέα απαίτηση που απλά ακολουθεί την σύμβαση του λογαριασμού.
Το κατάλοιπο που απομένει είναι αυτοδίκαια τοκοφόρο ακόμα και αν ο λογαριασμός περιέχει κονδύλια από τόκο που οφείλεται για διάστημα μικρότερο του έτους.
ΕΓΓΥΗΣΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ:
Αν για κάποια από τις απαιτήσεις που εισχώρησε στον αλληλόχρεο λογαριασμό είχε δοθεί ασφάλεια θεωρείται ότι αυτή ισχύει υπέρ του καταλοίπου του λογαριασμού καθώς τεκμαίρεται βούληση των μερών να το ασφαλίσουν. Αν η ασφάλεια είχε δοθεί από άλλον πριν την υπαγωγή της απαίτησης στον λογαριασμό αυτή διατηρείται εφόσον υπάρχει δήλωση βουλήσεως του τρίτου για την διατήρησή της. Αν δόθηκε μετά την υπαγωγή εννοείται ότι έχει δοθεί υπέρ του καταλοίπου.
Όσον αφορά στην εγγύηση λογίζεται ότι καλύπτει το κατάλοιπο που προκύπτει μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού στο ύψος του ποσού που είναι η εγγύηση ανεξάρτητα από τις αυξομειώσεις του λογαριασμού κατά την λειτουργία του. Ωστόσο, κυρίως για τραπεζικούς αλληλόχρεους λογαριασμούς, αν μετά την παροχή εγγύησης υπάρξουν αλλαγές στην συμφωνία των μερών και στο ύψος της πίστωσης χωρίς την σύμπραξη του εγγυητή θεωρείται ότι δεν καλύπτονται από την εγγύηση αν το νέο ποσό που θα προκύψει ως κατάλοιπο είναι μεγαλύτερο από αυτό για το οποίο δόθηκε η εγγύηση.
Όπως είναι φανερό ο αλληλόχρεος λογαριασμός είναι περισσότερο διαδεδομένος στην τραπεζική συναλλακτική σχέση και συνήθως συνοδεύεται από μία άλλη σύμβαση αυτή της ανοιχτής πιστώσεως. Για το λόγο αυτό ο λογαριασμός είναι γνωστός ως τρέχων ή τρεχούμενος ή απλά ανοιχτός. Ισχύουν τα ίδια όπως και για τον εμπορικό αλληλόχρεο απλά η διαφορά είναι ότι εδώ είναι περισσότερο γνωστό από την αρχή ποιος είναι ο δανειστής και ποιος ο οφειλέτης. Η πίστωση στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει άμεσα (τμηματικά ή ολικά) ή έμμεσα με την παροχή εγγυήσεων από μέρους της Τράπεζας σε τρίτους για χάρη του πιστούχου.
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ:
Όπως μνημονεύθηκε και ανωτέρω δικαστικά επιδιώξιμο είναι μόνο το κατάλοιπο κατόπιν του οριστικού κλεισίματος και όχι οι κατ΄ ιδίαν απαιτήσεις. Η ικανοποίηση μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ή διαταγή πληρωμής εφόσον αποδεικνύεται η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι καταχωρισμένες απαιτήσεις και το κατάλοιπο.
Η παραγραφή είναι εικοσαετής.
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ:
Δεν υπάρχει κάποια ρύθμιση που να καλύπτει εν όλω τον αλληλόχρεο λογαριασμό, κυρίως η στήριξη που παρέχεται είναι από το αρ. 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ, 35, 47 και 64-67 ν.δ 17-7/1923