Σύμφωνα με το νέο νόμο για την προστασία της πρώτης κατοικίας (ν. 4605/2019, άρθρ. 68 επ.), πλέον ήδη από 01.07.2019, οι δανειολήπτες, για να προστατεύσουν την πρώτη κατοικία τους από τον πλειστηριασμό, πρέπει να υποβάλλουν ηλεκτρονικά αίτηση στην ειδική πλατφόρμα που έχει δημιουργηθεί για αυτό το σκοπό. Δεν ακολουθείται, δηλαδή, η διαδικασία του ν. 3869/2010 (ευρύτερα γνωστού ως «νόμου Κατσέλη), η οποία παραμένει για δανειολήπτες οι οποίοι δεν είναι ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας. Η εν λόγω διαδικασία περιλαμβάνει τους οφειλέτες και τους συνοφειλέτες χρηματικών απαιτήσεων από οποιαδήποτε αιτία, εφόσον έχουν παραχωρήσει υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο ιδιοκτησίας τους που χρησιμεύει ως πρώτη κατοικία, καθώς και τους εγγυητές απαιτήσεων, εφόσον για οφειλή τρίτου προσώπου έχουν παραχωρήσει υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο δικής τους ιδιοκτησίας. Επομένως, η εν λόγω διαδικασία δεν περιλαμβάνει ιδιοκτήτες ακινήτων, οι οποίοι έχουν οφειλές, έστω και ληξιπρόθεσμες, για τις οποίες δεν έχει επιβαρυνθεί η πρώτη τους κατοικία με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης, ή για όσους ιδιοκτήτες έχουν επιβαρυνθεί με τα παραπάνω βάρη αλλά σε ακίνητο άλλο, πλην αυτού που χρησιμεύει ως πρώτη κατοικία για αυτούς.
Εφόσον λοιπόν, φυσικό πρόσωπο, έμπορος ή μη, διατηρεί οφειλές έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, για την εξασφάλιση των οποίων έχει παραχωρήσει υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο που χρησιμεύει ως πρώτη του κατοικία μπορεί να υποβάλει ηλεκτρονικά αίτηση για την προστασία αυτής από τη ρευστοποίηση εάν πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις σωρευτικά:
Αναφορικά με το ακίνητο, αρκεί οποιοδήποτε δικαίωμα του υποψήφιου αιτούντος σε αυτό, είτε πλήρους κυριότητας είτε κατά ιδανικά μερίδια πλήρους κυριότητας, ψιλής κυριότητας ή και επικαρπίας σε ακίνητο, το οποίο, όπως ειπώθηκε ανωτέρω, χρησιμεύει ως κύρια κατοικία. Το μέγιστο όριο ώστε το ακίνητο να προστατευθεί τίθεται, όταν η οφειλή αφορά σε επιχειρηματικά δάνεια, σε αξία μέχρι 175.000 ευρώ, και μέχρι 250.000 ευρώ, αν η οφειλή προέρχεται από άλλης αιτίας δανειακά προϊόντα (για παράδειγμα καταναλωτικά δάνεια). Ως αξία του ακινήτου, για την εξακρίβωση της δυνατότητας υπαγωγής στο νόμο, λαμβάνεται υπόψιν η αναγραφόμενη στην τελευταία δήλωση του ΕΝΦΙΑ (ή εκκαθαριστικό ΕΝΦΙΑ, όπως συνηθέστερα λέγεται).
Όταν οι οφειλές ξεπερνούν το ποσό των 20.000 ευρώ, η αξία των υπολοίπων στοιχείων της ακίνητης περιουσίας, πλην της κύριας κατοικίας δηλαδή, του αιτούντος, του/της συζύγου (ή μέρους συμφώνου συμβίωσης) και των τυχόν εξαρτώμενων μελών, καθώς και των τυχόν μεταφορικών μέσων που έχουν στην κατοχή τους (αυτοκίνητα κ.α.), δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 80.000 ευρώ. Επίσης, η αξία τυχόν καταθέσεων και άλλων κινητών αξιών των παραπάνω προσώπων, δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ.
Ο αιτών πρέπει να δηλώνει οικογενειακό εισόδημα μέχρι 12.500 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 8.500 ευρώ για τον/την σύζυγο (ή μέρος συμφώνου συμβίωσης) και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τρία μέλη. Ως οικογενειακό εισόδημα εννοείται αυτό που λαμβάνει η κάθε οικογένεια και προέρχεται από κάθε πηγή, (μισθούς, συντάξεις, ενοίκια κ.α.), όπως αυτό αποτυπώνεται στην τελευταία, κατά τη στιγμή της αίτησης, υποβληθείσα δήλωση φορολογίας εισοδήματος.
Ως προς τις οφειλές, το ύψος αυτών, ως προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης, πρέπει να ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ για επιχειρηματικά δάνεια και 130.000 ευρώ για τα υπόλοιπα δανειακά προϊόντα, ενώ στο παραπάνω ποσό περιλαμβάνονται κεφάλαιο, τόκοι και τυχόν έξοδα. Οι οφειλές αυτές πρέπει να βρίσκονται σε καθυστέρηση τουλάχιστον τριών (3) μηνών έως την 31η Δεκεμβρίου 2018.
Μετά την εξακρίβωση των ανωτέρω, ο οφειλέτης μπορεί να εισέλθει στην πλατφόρμα που προετοιμάσθηκε για αυτό το σκοπό με τους κωδικούς που χρησιμοποιούνται για το «taxisnet». Αμέσως μετά, ο οφειλέτης παραχωρεί συναίνεση για άρση του φορολογικού και τραπεζικού του απορρήτου, ώστε η πλατφόρμα να μπορεί να αντλήσει αυτόματα τα στοιχεία του που ενδιαφέρουν για την πρόοδο της αίτησης του. Ο αιτών μπορεί στη συνέχεια να υποβάλει αίτηση με τα στοιχεία του, ενημερώνοντας τα προσωπικά του στοιχεία, τη διεύθυνση κατοικίας του και τα στοιχεία επικοινωνίας. Για την οριστική υποβολή της αίτησης, ο αιτών καλείται να αναγράψει τον κωδικό πρόσβασης που έλαβε στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο και να επιβεβαιώσει τη διεύθυνση αυτού. Τέλος, του αποστέλλεται μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου όπου ο αιτών – οφειλέτης ενημερώνεται ότι πρέπει να αναμένει την αυτόματη άντληση των στοιχείων των οφειλών του από την πλατφόρμα. Όταν το σύστημα αντλήσει τα παραπάνω, πάλι ο αιτών ενημερώνεται με μήνυμα στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο ώστε να εισέλθει στην πλατφόρμα για να συνεχίσει την πορεία της ρύθμισης των οφειλών του.
Πρέπει να επισημανθεί ότι κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και θα πρέπει να εξετάζεται ιδανικά από εξειδικευμένο σύμβουλο του οφειλέτη.
Σε άλλο άρθρο μας θα εξετάσουμε τα επόμενα στάδια της διαδικασίας και την αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου που μπορεί να ανακύψει.