Το κοινοτικό σήμα (Community Trademark- CTM) αποτελεί το νομικό μέσο με το οποίο ένα σήμα που διακρίνει προϊόντα / υπηρεσίες μπορεί να προστατεύεται κατά τρόπο ενιαίο σε όλα τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το κοινοτικό σήμα παρέχει στον δικαιούχο του το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του και αποτροπής κάθε έτερης μη εξουσιοδοτημένης παράνομης χρήσης του στις συναλλαγές από κακόπιστους τρίτους, χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος και κατά παράβαση του αποκλειστικού του δικαιώματος. Ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος και νυν σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να δράσει ενάντια σε αυτές τις παραβάσεις με τη λήψη μέτρων που προβλέπονται ρητά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου περί προστασίας του κοινοτικού σήματος.
Το πρώτο βήμα για την απόκτηση κοινοτικού σήματος είναι η κατάθεση αίτησης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) –όπως αυτό μετονομάστηκε με τον Κανονισμό 2015/2424- που εδρεύει στο Alicante της Ισπανίας. Πριν την υποβολή της αίτησης, ωστόσο, κρίσιμος καθίσταται ο ενδελεχής νομικός προέλεγχος προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το εν λόγω σήμα έχει κατοχυρωθεί από κάποιον έτερο.
Τα συμπληρωμένα έντυπα των αιτήσεων μπορούν, κατ’επιλογή του αιτούντα:
• Να αποστέλλονται απευθείας στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) στο Αλικάντε, στην ακόλουθη διεύθυνση:Office for Harmonization in the Internal Market Receiving Unit Avenida deEuropa, 4 E-03008 Alicante, Ισπανία
• Να παραδίδονται αυτοπροσώπως στον χώρο υποδοχής του Γραφείου, κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας
• Να διαβιβάζονται με τηλεομοιοτυπία (φαξ) στον ακόλουθο αριθμό φαξ του ΓΕΕΑ: (+34) 965 131 344
• Να κατατίθενται σε μία από τις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών ή στο Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ.
• Να υποβάλει ο ενδιαφερόμενος ηλεκτρονική αίτηση στο επίσημο site‘’euipo.europa.eu’’
Από τη στιγμή που η αίτηση κατατεθεί με έναν από τους παραπάνω τρόπους, το EUIPO παραλαμβάνει και εξετάζει την αίτηση. Οι αιτήσεις καταχώρισης εξετάζονται ΜΕΤΑ την καταβολή των σχετικών τελών.
Σε περίπτωση που εντοπιστεί κάποιο σφάλμα ή πρέπει να γίνει ενημέρωση του αιτούντα για πιθανή ένσταση, το Γραφείο στέλνει επίσημη ειδοποίηση, στην οποία αναφέρει αναλυτικά τα τυχόν ζητήματα που ανακύπτουν. Από την αποστολή της ειδοποίησης δίδεται προθεσμία δύο μηνών για να διορθωθούν οι τις διαπιστωθείσες παρατυπίες και να δοθεί απάντηση από τον αιτούντα.
Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, παρέχεται η δυνατότητα μετατροπής της αίτησης για σήμα της ΕΕ σε εθνικές καταχωρίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει καμία σύγκρουση.
Εάν δεν προβληθεί καμία ένσταση, το σήμα δημοσιεύεται και στις 23 επίσημες γλώσσες της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι δημοσιοποιείται το γεγονός ότι ο αιτών έχει καταθέσει αίτηση για αυτό το συγκεκριμένο σήμα για τα προϊόντα ή/και υπηρεσίες.
Από την ημερομηνία δημοσίευσης και μετά, κάθε τρίτο πρόσωπο που πιστεύει ότι το σήμα δεν πρέπει να καταχωριστεί έχει προθεσμία τριών μηνών να ασκήσει ανακοπή.
Σε περίπτωση που η ανακοπή γίνει δεκτή, υπάρχει ακόμη τη δυνατότητα να μετατραπεί η αίτηση για σήμα της ΕΕ σε εθνικές καταχωρίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει καμία σύγκρουση.
Εφόσον δεν ασκηθεί ανακοπή από κανέναν ούτε υποβληθούν παρατηρήσεις από τρίτους, το σήμα καταχωρίζεται και η καταχώριση δημοσιεύεται. Η δημοσίευση της καταχώρισης είναι δωρεάν και συνοδεύεται από την έκδοση πιστοποιητικού καταχώρισης.
Οι διάδικοι που δεν δικαιώνονται από την τελική απόφαση του EUIPO μπορούν να ασκήσουν προσφυγή, ακόμη και ηλεκτρονικά στην επίσημη ιστοσελίδα. Η προσφυγή ασκείται εγγράφως ενώπιον του Γραφείου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης. Η προσφυγή θεωρείται ότι έχει ασκηθεί μόνο μετά την καταβολή του τέλους προσφυγής. Εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης κατατίθεται γραπτώς υπόμνημα στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής.
Με την επιτυχή ολοκλήρωση της ανωτέρω ενιαίας για το σύνολο των κρατών-μελών διαδικασίας, ολοκληρώνεται η καταχώριση-κατοχύρωση του σήματος, το οποίο πλέον απολαμβάνει πλήρους προστασίας στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε περίπτωση δε διεύρυνσης της Ε.Ε. με νέα μέλη, η προστασία αυτομάτως θα επεκταθεί και στις νέες χώρες που εισήλθαν, χωρίς περαιτέρω τήρηση κάποιας διαδικασίας.