Με το θάνατο ενός προσώπου (κληρονομούμενου) η περιουσία του, είτε περιλαμβάνει ενεργητικό είτε παθητικό, περιέρχεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους) με δυο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι η εκ διαθήκης διαδοχή κατά την οποία ο κληρονομούμενος έχει εγκαταστήσει κληρονόμους του πρόσωπα που ρητώς ορίζει μέσω της νόμιμης και νομότυπης διαδικασίας σύνταξης διαθήκης. Στην περίπτωση της εν λόγω διαδοχής η επαγωγή γίνεται σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη, εφόσον όμως δεν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα λοιπών προσώπων. Νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή το μισό του ποσοστού που εκ του νόμου θα αναλογούσε σε συγκεκριμένο κληρονόμο αν δεν υπήρχε η εκ διαθήκης διαδοχή. Η νόμιμη μοίρα υπολογίζεται με βάση την αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, εφόσον αφαιρεθούν τα χρέη, οι δαπάνες της κηδείας και της απογραφής της κληρονομιάς. Δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα έχουν οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Ο διαθέτης δύναται για λόγους που ρητά ορίζονται στο νόμο, να στερήσει το μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα (αποκλήρωση).
Ο δεύτερος τρόπος κληρονομικής εγκατάστασης συνίσταται στην εξ αδιαθέτου διαδοχή και λαμβάνει χώρα στην περίπτωση της απουσίας διαθήκης ή στην περίπτωση που η διαθήκη περιλαμβάνει κάποια έλλειψη που την καθιστά ανίσχυρη. Στην πρώτη τάξη κληρονόμων καλούνται οι κατιόντες του θανόντος, δηλαδή τα τέκνα του ή σε περίπτωση που κάποιο τέκνο του έχει αποβιώσει, το μερίδιο του τελευταίου πηγαίνει κατ’ ισομοιρία στα τυχόν τέκνα αυτού (δηλαδή τα εγγόνια του κληρονομουμένου). Ο σύζυγος του κληρονομουμένου, εφόσον επιζεί, όταν συνυπάρχει με την πρώτη τάξη καλείται στο ¼ της κληρονομιάς. Έτσι, στο παράδειγμα που ο Χ αποβιώσει αδιάθετος, και εφόσον είχε εν ζωή τρία τέκνα και μια σύζυγο , η κληρονομική διαδοχή θα γίνει ως εξής : ¼ στη σύζυγο, ¼ στο ένα τέκνο, ¼ στο άλλο τέκνο και ¼ στο τρίτο τέκνο. Αν κάποιο τέκνο έχει προαποβιώσει στο μερίδιο του (1/4) θα υπεισέλθουν τα τυχόν τέκνα του. Στη δεύτερη τάξη συγγενών καλούνται μαζί οι γονείς του κληρονομουμένου, οι αδελφοί, καθώς και τα τέκνα οι εγγονοί αδελφών που έχουν πεθάνει πριν το θάνατο του κληρονομουμένου. Γονείς και αδελφοί κληρονομούν κατ’ ισομοιρία. Στην τρίτη τάξη καλούνται οι παππούδες και οι γιαγιάδες του κληρονομουμένου, εφόσον επιζούν, διαφορετικά τα τέκνα αυτών ή οι κατιόντες των τέκνων. Στην τέταρτη τάξη καλούνται οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες, εφόσον επιζούν, ενώ στην πέμπτη τάξη καλείται ο σύζυγος που επιζεί για το σύνολο της κληρονομιάς. Αν ο σύζυγος συνυπάρχει με τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη τάξη, δικαιούται το ½ της κληρονομιάς. Τέλος, στην περίπτωση που δεν υπάρχει συγγενής από καμία από τις ανωτέρω τάξεις ή υπάρχει συγγενής αλλά αποποιηθεί την κληρονομιά, στην έκτη τάξη υπεισέρχεται το Ελληνικό Δημόσιο , ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος.
Αποδοχή κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής: o κληρονόμος με την αποδοχή υπεισέρχεται στο σύνολο της κληρονομιάς, δηλαδή τόσο στο ενεργητικό όσο και στα τυχόν χρέη ή τις τυχόν οικονομικές υποχρεώσεις που δημιουργούνται λόγω της διαδοχής. Επέρχεται δηλαδή σύγχυση της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου με αυτή του κληρονομουμένου. Ο κληρονόμος, βέβαια ευθύνεται ανάλογα με το ποσοστό της κληρονομικής του μερίδας. Αν έχει εγκατασταθεί στο ¼ της κληρονομιάς, θα ευθύνεται για χρέη ίσα με το ¼ της κληρονομιάς. Ο μοναδικός τρόπος να αποδεχθεί την κληρονομιά χωρίς να υπάρξει σύγχυση των περιουσιών, είναι ο κληρονόμος να αποδεχθεί εντός τεσσάρων μηνών την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής. Με τον τρόπο αυτό ο τελευταίος θα ευθύνεται μόνο μέχρι του ενεργητικού της κληρονομιάς και όχι με την προσωπική του περιουσία. Εκ του νόμου αποδέχονται με το ευεργέτημα της απογραφής τα ανήλικα τέκνα και οι δικαστικώς συμπαραστατούμενοι, οι οποίοι όμως από τη στιγμή που ενηλικιωθούν ή καταστούν ικανά προς δικαιοπραξία οφείλουν εντός ενός έτους να συντάξουν απογραφή, διαφορετικά εκπίπτουν του ευεργετήματος και ευθύνονται ως απλοί κληρονόμοι. Τέλος, το Δημόσιο είναι πάντοτε κληρονόμος με ευεργέτημα απογραφής, χωρίς να προβεί σε κάποια δήλωση ή σύνταξη απογραφής.
Αποποίηση: O κληρονόμος έχει τη δυνατότητα να αποποιηθεί την κληρονομιά εντός τεσσάρων μηνών από τότε που έμαθε για την επαγωγή και το λόγο της (εκ διαθήκης ή εκ του νόμου). Στην περίπτωση της εκ διαθήκης διαδοχής η προθεσμία εκκινεί από τη δημοσίευση της διαθήκης. Η αποποίηση γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς, δηλαδή στο κατά τόπον αρμόδιο Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του. Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομιά, η επαγωγή προς αυτόν θεωρείται ότι δεν έγινε. Στη θέση του υπεισέρχονται εκείνοι που θα είχαν κληθεί αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το θάνατο του κληρονομουμένου. Στο παράδειγμα που ο Χ ενόσω ζούσε είχε τρία τέκνα και μια σύζυγο, το ¼ της κληρονομιάς λαμβάνει η σύζυγος και τα υπόλοιπα ¾ τα τέκνα. Αν το ένα τέκνο έχει δυο παιδιά και αποποιηθεί εντός τετραμήνου, τα παιδιά του έχουν το δικαίωμα από τότε που θα αποποιηθεί ο γονέας τους και εντός 4 μηνών να αποδεχθούν ή να αποποιηθούν το μερίδιο τους, 1/8 έκαστος, ανεξάρτητα από το τι θα αποφασίσουν τα άλλα δυο τέκνα του κληρονομουμένου ή η σύζυγος αυτού. Το δικαίωμα αποποίησης είναι διαπλαστικό, δημιουργείται μια νέα κατάσταση στην οποία ο προσωρινός κληρονόμος χάνει την ιδιότητά του αυτή.
Αγωγή περί κλήρου: o νόμιμος κληρονόμος έχει δικαίωμα να στραφεί κατά αυτού που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομιάς και να ζητήσει με αγωγή την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομιάς, είτε αυτούσιας είτε μέσω των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού.
ΤΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΥΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Γράφει η Γεωργία-Μαρία Πιστόλη, ασκ. Δικηγόρος, Συνεργάτιδα του Γραφείου μας
06/05/2016