Παρά το γεγονός ότι αναφορικά με το ζήτημα της υιοθεσίας, πιο συχνά συναντάται στην πράξη η περίπτωση που ο υιοθετούμενος είναι ανήλικος, ουκ ολίγες είναι οι περιπτώσεις όπου τυχαίνει ο υιοθετούμενος να είναι ενήλικο πρόσωπο.
Ο Έλληνας νομοθέτης, αφουγκραζόμενος αυτή την κοινωνική ανάγκη, έχει προβλέψει τη δυνατότητα αυτή, η οποία έχει υποστεί κατά καιρούς τροποποιήσεις αναφορικά με τη σχέση που πρέπει να συνδέει υιοθετούντα και υιοθετούμενο ενήλικο.
Σύμφωνα με το άρθρο 1579 ΑΚ, όπως ισχύει σήμερα, «η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1580 ΑΚ «στην υιοθεσία ενηλίκου έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για την υιοθεσία ανηλίκου, εφόσον δεν θεσπίζεται διαφορετική ρύθμιση από τις διατάξεις που ακολουθούν».
Επομένως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1580, 1581, 1582 και 1542 επ. ΑΚ, συνάγεται ότι απαιτείται η συνδρομή των κάτωθι προϋποθέσεων για την τέλεση της υιοθεσίας ενηλίκου: α) ο θετός γονέας πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του (άρθρο 1582 ΑΚ), β) ο θετός γονέας πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ χρόνια (άρθρο 1582 ΑΚ), γ) η υιοθεσία πρέπει να είναι προς το συμφέρον του ενηλίκου υιοθετουμένου (άρθρο 1542 εδ. β΄ σε συνδυασμό με 1580 ΑΚ).
Αναφορικά με τις διαφορές της υιοθεσίας ενηλίκου με αυτή του ανηλίκου, ο υιοθετούμενος, στην περίπτωση αυτή, είναι πλήρως δικαιοπρακτικά ικανός, καθότι έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (άρθρο 127 ΑΚ), η γονική μέριμνα του φυσικού γονέα έχει παύσει στο σύνολο της για τους φυσικούς γονείς, από την ενηλικίωση του τέκνου (άρθρα 127, 1510, 1538 ΑΚ) και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1584 εδ. β` ΑΚ, μετά την τέλεση της υιοθεσίας του ενηλίκου, παραμένει αμετάβλητος ο βιολογικός και ηθικός δεσμός μεταξύ του θετού τέκνου και του άλλου φυσικού γονέα του και των συγγενών του, ως προς το είδος, τη γραμμή και το βαθμό της συγγένειας, επομένως, δεν είναι εφαρμοστέα στην υιοθεσία ενηλίκου η διάταξη του άρθρου 1550 παρ. 1 ΑΚ, που προβλέπει τη συναίνεση των φυσικών γονέων του υιοθετουμένου, ως προϋπόθεση για τη συντέλεση της υιοθεσίας ανηλίκου και η διάταξη του αρθ. 1557 ΑΚ για τη διεξαγωγή επισταμένης κοινωνικής έρευνας από κοινωνική υπηρεσία, καθότι ο ενήλικος υιοθετούμενος διαθέτει πνευματική και ψυχολογική ωριμότητα, προκειμένου να κρίνει το συμφέρον ή μη της τελούμενης υιοθεσίας.
Όσον αφορά τη διαδικασία που τηρείται, είναι αυτή της Εκούσιας Δικαιοδοσίας (άρθρα 739 και 800 ΚΠολΔ), και συγκεκριμένα υποβάλλεται κοινή αίτηση από υιοθετούμενο και υιοθετούντα στο Μονομελές Πρωτοδικείο, η οποία, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο γίνεται δεκτή.
Τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα στην περίπτωση που υπάρχει στοιχείο αλλοδαπότητας, δηλαδή είτε ο υιοθετών είτε ο υιοθετούμενος έχει αλλοδαπή υπηκοότητα. Καταρχάς, εφόσον ο ένας εκ των δύο είναι ελληνικής ιθαγένειας, τότε τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την τέλεση της υιοθεσίας (αρθρο 800 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, όμως, αναφορικά με το δίκαιο που θα διέπει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις τέλεσης της υιοθεσίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 ΑΚ, αυτές ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους, δηλαδή ορίζεται η επιμεριστική εφαρμογή της lex patriae κάθε μέρους. Δηλαδή, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να υιοθετηθεί ο υιοθετούμενος κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, ενώ για τον υιοθετούντα η δυνατότητα υιοθεσίας θα κριθεί από το δίκαιο της δικής του ιθαγένειας. Εάν υφίσταται κώλυμα για το ένα μέρος, κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, να συνάψει υιοθεσία, δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα του άλλου μέρους να συνάψει τη σχέση υιοθεσίας, εφόσον υπάρχει αυτή κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του.
Σημειώνεται, ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23 ΑΚ και 33 ΑΚ, οι ανωτέρω ουσιαστικές προϋποθέσεις ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους, με τον όρο ότι οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζονται αν η εφαρμογή τους προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη της Eλληνικής Πολιτείας.
Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, εάν δεν τα γνωρίζει μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι (άρθρο 337 ΚΠολΔ).
Εφόσον κατά το δίκαιο της ιθαγένειας του μέρους που έχει την αλλοδαπή υπηκοότητα, η υιοθεσία ενήλικου δεν επιτρέπεται ή επιτρέπεται υπό διαφορετικές προϋποθέσεις σε σχέση με το ελληνικό δίκαιο, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υπόθεσης, θα κρίνει, εάν οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου, που τυγχάνουν εφαρμογής ως προς τον αλλοδαπό ενήλικο-υιοθετούμενο, παραβιάζουν ή όχι την ημεδαπή δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, και αν κατ` επέκταση θα εφαρμοσθούν ή όχι από αυτό, δεδομένου ότι η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης, που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, είναι πρόκριμα στην εφαρμογή κάθε αλλοδαπής διάταξης και επομένως, όταν το εφαρμοστέο δίκαιο είναι αλλοδαπό δίκαιο, το δικάσαν προκαταρκτικά οφείλει να κρίνει αν αυτή προσαρμόζεται στην ημεδαπή δημόσια τάξη και συμβιβάζεται με αυτήν.
Ειδικότερα, ο δικάζων δικαστής δεν αξιολογεί το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο ούτε τον ειδικότερο εφαρμοστέο αλλοδαπό κανόνα δικαίου κατά τρόπο απόλυτο, γενικό και αφηρημένο. Εξετάζει μόνο κατά πόσο οι έννομες συνέπειες, οι οποίες θα παραχθούν στην ημεδαπή από την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου επί των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών της κάθε ειδικότερης περίπτωσης, γίνονται ή όχι ανεκτές από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό κοινωνικό ρυθμό (ΑΠ 2084/2009).
Σε μια τέτοια περίπτωση, όπου το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς το πρόσωπο του αλλοδαπού δεν προβλέπει μία τέτοια υιοθεσία, εφόσον το δικάσαν δικαστήριο καλείται να ερευνήσει εξατομικευμένα τις ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις που συντρέχουν, προκειμένου να κρίνει αν μία τέτοια αίτηση είναι απορριπτέα, ή αντίθετα αν η απόρριψή της καθίσταται αφόρητη για τις ως άνω αναφερόμενες θεμελιώδεις κοινωνικοηθικές αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας, οφείλει να λάβει υπόψη του και να εξετάσει αν η υιοθεσία εξυπηρετεί το συμφέρον του τέκνου, δηλαδή αν του εξασφαλίζει ένα σταθερό και αρμονικό οικογενειακό περιβάλλον, αν έχει από ετών αναπτυχθεί μία ουσιαστική γονική σχέση του υποψήφιου θετού γονέα με τον υιοθετούμενο, το είδος της σχέσης του υιοθετούμενου με το φυσικό γονέα ή την τυχόν έλλειψη φυσικού γονέα, την τυχόν έλλειψη άλλων τέκνων του υιοθετούντα, την υγεία, την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση και τις συνθήκες διαβίωσης αμφότερων των μερών, καθώς επίσης, θετική για την ευδοκίμηση της αίτησης είναι η περίπτωση που ο υιοθετών έχει συνάψει γάμο με το φυσικό γονέα του υιοθετούμενου, μιας και στην περίπτωση αυτή θεωρείται εν τοις πράγμασι (de facto) πατέρας αυτού (ΕφΑθ 2321/2005, ΕλλΔνη 2006,616).